- κιγκλισμός
- κιγκλ-ισμός, ὁ, = foreg., ib.14;A = τάραχος, Men.478.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κιγκλισμός — κιγκλισμός, ὁ (Α) [κιγκλίζω (II)] 1. κίγκλισις* 2. ταραχή … Dictionary of Greek
κιγκλισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιγκλισμόν — κιγκλισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)